σοφίς

σοφίς
-ίδος, ἡ, Μ
μάγισσα, γόησσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. αἰχμαλωτ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ταμάσπ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Ο A’ (Αμπούλ Μονταβέρ Μπεχαντέρ Χαν, 1513 – 1576). Σάχης της Περσίας, γιος του Ισμαήλ, ιδρυτή της δυναστείας των Σόφις. Διαδέχτηκε τον πατέρα του σε ηλικία 13 χρόνων και βασίλεψε 50 χρόνια. Μετά την άνοδό του στον …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”